- σκαιός
- -ά, -ό / σκαιός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ή, Νμτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.)αρχ.1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός2. αριστερόχειρας3. (κατ' επέκτ.) αδέξιος, ανεπιτήδειος, αγροίκος, αμαθής, απαίδευτος4. δυτικός, εσπέριος, επειδή οι Έλληνες οιωνοσκόποι έστρεφαν το πρόσωπό τους προς τον βορρά κρατώντας το αριστερό τους χέρι προς τη Δύση (α. «Σκαιαὶ πύλαι» — η δυτική πύλη τής Τροίας, Ομ. Ιλ.β. «σκαιὸν ῥίον», Ομ. Οδ.)5. αυτός που προμηνύει συμφορά, ατυχία ή δυστυχία, επειδή τα πουλιά που προμήνυαν συμφορά θεωρούνταν πάντα ότι πετούσαν προς τα αριστερά, δηλ. προς τη Δύση, δυσοίωνος6. μτφ. (για λέξεις, διανοήματα ή ενέργειες) ανόητος, αυτός που στερείται ουσιαστικού περιεχομένου («ὦ σκαιότατον εἰρηκὼς ἔπος», Αριστοφ.)7. (για φίδια και, γενικά, για ερπετά) κυρτός, πλάγιος.επίρρ...σκαιώς / σκαιώς ΝΜΑ και σκαιά Νμε βάναυσο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία χρησιμοποιήθηκε αρχικά με σημ. «αυτός που βρίσκεται αριστερά, αριστερός». Στη συνέχεια, όμως, σύμφωνα με την αντίληψη που συνέδεε την αριστερή πλευρά με το κακό, το δυσοίωνο, έλαβε τη σημ. «δυσοίωνος, αδέξιος, αγροίκος, βάναυσος, ανόητος» και αντικαταστάθηκε, τέλος, από τα επίθ. ἀριστερός και εὐώνυμος. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. scaevus «αριστερός», το οποίο κατ' επίδραση τού ελλ. τ. έλαβε και αυτό τη σημ. «δυσοίωνος»].
Dictionary of Greek. 2013.